- εξώπυλος
- ἐξώπυλος, -ον (AM)1. αυτός που βρίσκεται έξω από τις πύλες φρουρίου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξώπυλονο περίβολος έξω από το φρούριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξώπυλα — ἐξώπυλος out of doors neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek